Τετάρτη 30 Σεπτεμβρίου 2009

Όσιος Αρσένιος ο Καππαδόκης

Η θεραπευτική ενός οσίου

Στα Φάρασα, όπως και σ’ όλη την περιφέρεια τους, δεν υπήρχε άλλος γιατρός εκτός από τον όσιο Αρσένιο τον Καππαδόκη. Ήταν δάσκαλος και γιατρός , ψυχών και σωμάτων.
Όπου περνούσε και του έφερναν αρρώστους, ποτέ δεν εξέταζε αν ήσαν χριστιανοί ή τούρκοι. Εξέταζε μόνο ποια αρρώστια τους βασάνιζε, για να διαβάσει την ανάλογη ευχή. Με τις θεραπείες του οι τούρκοι καταλάβαιναν την αξία της Ορθοδοξίας μας και εκδήλωναν τον σεβασμό τους σ’ αυτήν.
Δεν έδινε στους αρρώστους συνταγές αλλά τους διάβαζε την ανάλογη ευχή της Εκκλησίας και έτσι τους θεράπευε. Όσοι είχαν άρρωστο και δεν μπορούσαν να τον μεταφέρουν στο κελί του, είτε επειδή ήταν πού βαριά είτε επειδή βρισκόταν μακριά, έστελναν στον όσιο Αρσένιο ένα ρούχο από τον άρρωστο να το διαβάσει. Εκείνος το διάβαζε και το επέστρεφε. Ο άρρωστος το φορούσε με ευλάβεια και πίστη, και θεραπευόταν . πολλές φορές, για να τους αναπαύσει και τον λογισμό, τους έστελνε και γραμμένη την ευχή σ’ ένα χαρτί, που το φορούσαν στο άρρωστο διπλωμένο σαν φυλαχτό. Επειδή οι περιπτώσει των ασθενειών ήσαν πολλές και δεν εύρισκε στο Ευχολόγιο την ανάλογη ευχή, είχε πάρει ορισμένους ψαλμούς από το Ψαλτήρι και χρησιμοποιούσε αυτούς. Το Ευαγγέλιο συνήθως το διάβαζε μόνο για πολύ σοβαρές περιπτώσεις, όπως στους τυφλούς, βωβούς, παραλύτους και δαιμονισμένους. Όταν έβλεπε κανέναν ότι ήταν και πνευματικά άρρωστος δεν τον θεράπευε αμέσως , αλλά σιγά-σιγά. Του έλεγε δηλαδή να έρχεται και να ξαναέρχεται , μέχρι που τον θεράπευε στην ψυχή. Μετά τον θεράπευε και στο σώμα.



Η Τυφλή μουσουλμάνα

Κάποτε είχαν φέρει στον όσιο Αρσένιο τον Καππαδόκη μια τυφλή μουσουλμάνα, την Φάτμα. Την έφεραν όμως ημέρα Τετάρτη , που ήταν έγκλειστος. Αφού χτύπησαν πολύ την πόρτα του κελιού του, την άφησαν κοντά στο κατώφλι και απομακρύνθηκαν.
Σε λίγη ώρα ήρθε μια φαρασιώτισσα με αγκύλωση στο χέρι και, γνωρίζοντας ότι την Τετάρτη και την Παρασκευή ο όσιος δεν δέχεται, πήρε χώμα από το κατώφλι της πόρτας του. Το έβαλε στο αρρωστημένο χέρι της και έγινε καλά!

Όταν είδε την τυφλή μουσουλμάνα, την ρώτησε , τι περίμενε. Η Φατμά της φανέρωσε την αιτία της αναμονής.

-Τι κάθεσαι και χασομεράς; Της είπε τότε η χριστιανή. Δεν ξέρεις ότι ο Χατζεφέντης Τετάρτη και Παρασκευή δεν ανοίγει; Πάρε χώμα από το κατώφλι της πόρτας του και τρίψε το στα μάτια σου. Έτσι κάνουμε εμείς αυτές τις δύο μέρες.

Η Φατμά παραξενεύθηκε μ’ αυτό που άκουσε, αλλά έψαξε , βρήκε το κατώφλι , πήρε χώμα και το έτριψε στα μάτια της. Αμέσως άρχισε να βλέπει θαμπά. Από την χαρά της τότε πήρε μια πέτρα και χτυπούσε σαν τρελή την πόρτα του οσίου Αρσενίου. Εκείνος άνοιξε και επειδή είδε πως ήταν μουσουλμάνα, ενώ δεν μιλούσε αυτή την ημέρα, έκανε διάκριση και την ρώτησε τι ήθελε. Του είπε τον λόγο και ο όσιος πήρε το Ευαγγέλιο και την διάβασε. Αμέσως ήρθε όλο της το φώς. Εκείνη τότε από την χαρά της έπεσε στα πόδια του και τον προσκυνούσε με ευλάβεια, αλλ΄ ο όσιος την μάλωσε και της είπε:
-Εάν θέλεις να προσκυνήσεις, να προσκυνήσεις τον Χριστό, που σου έδωσε το φώς, και όχι εμένα.

Η δαιμονισμένη νεόνυμφη

Πήγαν κάποτε στον όσιο Αρσένιο τον Καππαδόκη μία τουρκάλα νεόνυμφη δαιμονισμένη, δεμένη με αλυσίδες, για να την διαβάσει. Επειδή ήταν έγκλειστος εκείνη την ημέρα, οι συγγενείς της παρακάλεσαν τους επιτρόπους να μεσολαβήσουν να τους δεχθεί γιατί παρ’ όλο που την είχαν δεμένη, δεν μπορούσαν να την συγκρατήσουν.

Ο όσιος τους δέχθηκε και έκανε νόημα για να την λύσουν. Μόλις λύθηκε όμως η δαιμονισμένη, όρμησε εναντίον του, του άρπαξε το ένα του πόδι και το δάγκωνε. Ενώ κρατούσε εκείνος το Ευαγγέλιο για να την διαβάσει , δεν το άνοιξε, παρά την χτύπησε απαλά στο κεφάλι τρείς φορές. Το δαιμόνιο έφυγε αμέσως! Η γυναίκα άρχισε να κλαίει και ν’ ασπάζεται με ευλάβεια το δαγκωμένο πόδι του ιερέως. Επίσης ο πατέρας της έπεσε και αυτος στα πόδια του και τον παρακαλούσε να δεχθεί ολόκληρο το πουγγί του:
-Πάρτα όλα, να είναι δικά σου, γιατί έσωσες το παιδί μου.
Ο όσιος τον σήκωσε πάνω και του είπε:
-Κράτησε τα λεφτά σου. Η πίστη μας δεν πουλιέται.

Απο το βίο του Αγίου Διονυσίου του Ολύμπου

H σωτηρία του Λογγίνου

Ο όσιος Διονύσιος (+1541) ησύχαζε κάποτε στο σπήλαιο του Αγ. Λαζάρου, παρακάτω από την μονή που ίδρυσε στον Όλυμπο.
Μια νύχτα όμως σηκώθηκε και πήγε στην μονή. Χτύπησε δυνατά την πόρτα και είπε στους πατέρες, που του άνοιξαν:
-Συγκεντρωθείτε να κάνουμε προσευχή για τον αδελφό Λογγίνο. Η ζωή του διατρέχει μεγάλο κίνδυνο.

Εκείνη την νύχτα είχαν στείλει τον μοναχό Λογγίνο να βοσκήσει τις αγελάδες της μονής. Όταν ξημέρωσε και ήρθε στο μοναστήρι, διήθηκε ότι αντιμετώπισε φοβερό κίνδυνο: Επιτέθηκαν κακοποιοί εναντίον του και αφού έκλεψαν τα πράγματα του και το άλογο του, γύμνωσαν στα σπαθιά τους για να τον θανατώσουν. Ξαφνικά όμως παρουσιάσθηκε κάποιος και τους εμπόδισε. Κατατρομαγμένοι εκείνοι έφυγαν και τον άφησαν σώο και αβλαβή. Ο άγνωστος εξαφανίστηκε απότομα, όπως απότομα είχα παρουσιαστεί.

Δύο επισκέπτες στον Όλυμπο

Ο όσιος Διονύσιος ο εν Ολύμπω σαν καθαρό δοχείο του Αγ. Πνεύματος, έλαβε από τον Θεό έκτακτα και υπερφυσικά χαρίσματα. Έγινε σύμφωνα με τον υμνογράφο «γνώστης και προαγγελεύς εσομένων ακριβής», «κρήνη βλυστάνουσα ρείθρα ιαματικά» και «πολλών πασχόντων υγίασις».
Κάποτε είπε ξαφνικά στους αδελφούς της συνοδείας του:
-Να, έρχονται σε μας δύο μοναχοί.
Και σαν ζωγράφος που ήταν πήρε ένα χαρτί και σκιτσάρισε τέλεια τις μορφές τους. Τον έναν τον έκανε με γένεια , ενώ τον άλλο, που ήταν νεώτερος τον έκανε αγένειο.
Έπειτα από ένα ημερόνυχτο ήρθαν πράγματι δύο μοναχοί . Ο πρώτος με γένεια , λεγόταν Ιάκωβος και έμεινε μέχρι τέλους της ζωής του στο μοναστήρι του οσίου. Ο άλλος, ο αγένειος, λεγόταν Ηλίας, έγινε ηγούμενος και ακολούθως επίσκοπος Πλαταμώνα.

Η χωρική της Ραψάνης

Η Παρασκευή από το χωριό Ραψάνη παρουσίαζε ένα θλιβερό θέμα. Είχε καμπουριάσει τόσο πολύ, που το κεφάλι της έφθανε στα γόνατα! Υπέφερε έτσι υπερβολικά. Δεν μπορούσε ούτε να καθίσει ούτε να περπατήσει.
Ο άνδρας της, καταλυπημένος , την έτρεψψε σε διάφορους γιατρούς, οι οποίοι όμως δεν μπορόυσαν να κάνουν τίποτε.
Κάποτε οικονόμησε ο πανάγαθος Θεός να επισκεφθεί την Ραψάνη ο όσιος του Ολύμπου Διονύσιος. Ο σύζυγος , μόλις τον είδε, έτρεξε και με δάκρυα τον παρακαλούσε να έρθει στο σπίτι του και να προσευχηθεί για την ταλαίπωρη Παρασκευή. Ο άγιος ευχαρίστως ήρθε. Προσευχήθηκε και έβαλε το δεξί του χέρι πάνω στην άρρωστη. Αμέσως εκείνη σηκώθηκε όρθια! Όλοι οι παριστάμενοι έκθαμβοι και αγαλλόμενοι ευχαρίστησαν τον Κύριο, τον «θαυμαστόν εν τοις αγίοις Αυτού».

Η περιφρόνηση του σχήματος

Κάποια γυναίκα είχε ένα μονάκριβο γιό, ο ποίος έγινε μοναχός στην Ι. Μονή του οσίου Διονυσίου , στον Όλυμπο. Όταν μια μέρα ο μοναχός πήγε στο σπίτι για να δει την μητέρα του, αυτή γεμάτη θυμό του άρπαξε από το κεφάλι τον σκούφο και το πέταξε κάτω. Μετά του έβγαλε με βία τα ράσα, τον έντυσε κοσμικά και τον κράτησε στο σπίτι της.
Έπειτα από λίγες μέρες ήρθε στο χωριό της ο όσιος. Η μητέρα, μόλις το έμαθε, έτρεξε ν’ ασπαστεί το χέρι του. Ο όσιος, που την έβλεπε πρώτη φορά, της είπε αυστηρά:
-Μη με εγγίζεις εσύ που κατεπάτησε το αγγελικό σχήμα του γιού σου και τον κρατάς μαζί σου στον κόσμο. Αλλοίμονό σου, ταλαίπωρη, γιατί αυτός θα πεθάνει αύριο και κακό θάνατο, και έτσι θα τιμωρηθείς και σε για την αφροσύνη σου.
Πράγματι. Την άλλη μέρα ο γιός της γκρεμίστηκε από ένα ψηλό δένδρο και σκοτώθηκε.


Ο σωφρονισμός της άφρονης


Ήταν άνοιξη , όταν ο όσιος Διονύσιος του Ολύμπου κατέβηκε στην Κατερίνη. Συνάντησε εκεί μια παρέα από νέους και νέες, που τραγουδούσαν άσεμνα χειρονομούσαν άπρεπα. Ο άγιος λυπήθηκε πολύ και απευθυνόμενος κυρίως στις κοπέλες είπε:
-Γιατί εσείς που είστε κορίτσια, λέτε αυτά τα αισχρά λόγια και προκαλείτε τους νέους στην αμαρτία;
Όλες κοκκίνισαν από την ντροπή. Βρέθηκε όμως μια που ξεχώρισε. Ύψωσε με αναίδεια την φωνή της και του αποκρίθηκε:
-Τι σε νοιάζει εσένα, ψευτοκαλόγερε, τι κάνουμε εμείς; Δεν κοιτάς τα χάλια τα δικά σου;
Ο άγιος πικράθηκε ακόμη πιο πολύ για την υβριστική συμπεριφορά της νέας. Την κοίταξε με απέραντη θλίψη και της είπε:
-Ο Θεός κόρη μου, που οικονομεί την σωτηρία του καθενός μας και με σκληρούς τρόπους, είθε να σε σωφρονίσει , για να γίνεις παράδειγμα και στους άλλος.
Μετά το επεισόδιο αυτό ο όσιος πήγε το βράδυ εκείνο στο σπίτι ενός φιλομόναχου χριστιανού.
Η κοπέλα προτού να φθάσει στο σπίτι της δαιμονίστηκε! Έπεσε κάτω στον δρόμο , άρχισε να κλωτσάει και να βγάζει αφρούς από το στόμα. Οι γονείς της βλέποντας το παιδί τους σ’ αυτή την ελεεινή κατάσταση, ζήτησαν να μάθουν την αιτία. Μια φίλη της τους εξιστόρησε τι είχε συμβεί. Εκείνοι με μεγάλη αγωνία γύρισαν όλη την πόλη αναζητώντας τον άγιο.
Όταν τον βρήκε, έπεσαν στα πόδια του και με λυγμούς τον παρακαλούσαν να συγχωρήσει την κόρη τους. Ο ανεξίκακος δούλος του Θεού την συγχώρησε με όλη τους την καρδιά και την ευλόγησε. Η κοπέλα ησύχασε, ηρέμηση απαλλάχθηκε από την επήρεια του δαίμονος.
Έκτοτε έζησε με σωφροσύνη και φόβο Θεού. Έμεινε μάλιστα άγαμη σε όλη της την ζωή.

Το σαπισμένο χέρι

Κάποια Αφροδίτη από την Κεφαλληνία είχε μία αδελφή , που κάποτε αγανάκτησε , σήκωσε το χέρι προς τον ουρανό και έκανε μια ασεβή χειρονομία.

Σύντομα ήρθε η τιμωρία: Πλένοντας κάτι ρούχα, ένα μικρό βελόνι μπήκε στο χέρι της, δημιούργησε σε τρείς ημέρες γάγγραινα και το χέρι σάπισε. Οι γιατροί της είπαν να το κόψει. Τότε η ευσεβής αδελφή της την πήρε και την πήγε στον όσιο Παναγή Μπασία.

Ο άγιος ήταν βαρειά άρρωστος στο κρεββάτι και πολλοί τον ξενυχτούσαν. Η Αφροδίτη πλησίασε στο κρεββάτι, έβαλε το χέρι της αδελφή ςη επάνω του και μυστικά παρακάλεσε μέσα της:
--Παπα- Μπασιά μου, η ευχή του ας κάνει το χέρι της αδελφή μου καλά.
Τότε ο άγιος άνοιξε το στόμα του και είπε:
-Αφροδίτη. Το χέρι της αδελφή σου θα γίνει καλά! Δεν θα το κόψουν!

Ο γιατρός που εξέτασε το χέρι αργότερα , ομολόγησε ότι έγινε κάποιο θαύμα. Ήταν τελείως θεραπευμένο!

H Ρουμπίνα

Ο όσιος Παναγής Μπασιάς είχε βαπτίσει την αδελφή του Σπύρου Μηνιάτη που λεγόταν Ρουμπίνα. Αυτή παντρεύτηκε ένα πολύ σκληρό και βάναυσο άνδρα, που την κακομεταχειριζόταν. Ένα μεσημέρι η οικογένεια του Σπύρου καθόταν στο τραπέζι και έτωγε. Ξαφνικά μπροστά βλέπουν τους αναπάντεχα τον άγιο, που απευθυνόμενος προς τον Σπύρο του είπε:

-Ε! Τι κάθεσαι.. Αυτή την στιγμή την αδελφή σου την Ρουμπίνα την δέρνει απάνθρωπα ο άνδρας της. Και δεν φθάνει αυτό, αλλά της έσπασε και το χέρι της. Και το χειρότερο έκανε τα γαμήλια στέφανα τους κομμάτια.

Και συνέχισε ακόμα πιο έντονα:

-Πλήν όμως, ο πρώτος γάμος είναι μυστήριο! Ακούς;
Μετά τα λόγια αυτά έφυγε βιαστικά.
Το επεισόδιο που τους ανήγγειλε, γινόταν σ’ ένα χωριό, σε μακρινή απόσταση, αλλά ο Σπύρος πίστεψε τον άγιο και στενοχωρήθηκε κατάκαρδα για την αδελφή του. Σηκώθηκε αμέσως , ετοίμασε το μουλάρι του και έσπευσε να πάει να δει τι γίνεται στο σπίτι της.

Όταν εκείνη τον είδε, τον δέχθηκε με χαρά και του είπε:
-Πως , αδελφέ μου , τέτοια ώρα, μεσημέρι μ’ αυτή την ζέστη του Ιουλίου, ξεκίνησες για δω;
Ο Σπύρος την ρώτησε:
-Ρουμπίνα, που είναι ο άνδρας σου;
-Αχ Σπύρο μου, είχε ξενύχτι απόψε στην δουλειά του και κουράστηκε και βγήκε έξω να συναντήσει κανένα, να του περάσει η ώρα.
-Καλά , το χέρι σου τι έχει;
-Αδελφέ μου , αυτές οι προβατίνες, όταν πρόκειται να βγουν έξω από το μανδρί , κάνουν πολλά πηδήματα. Μ έσπρωξε, έπεσα και χτύπησα. Μα δεν είναι τίποτα… Έλα τώρα πάμε να ξεκουραστείς και το απόγευμα φεύγεις με την δροσιά.

Μπαίνοντας στο σπίτι ο Σπύρος αμέσως κοίταξε στα εικονίσματα, γιατί διαρκώς σκεπτόταν τα λόγια του οσίου Παναγή.

-Ρουμπίνα, που είναι τα στέφανα σου; Δεν τα βλέπω.

Η αδελφή του, που δεν ήθελε να διαλύσει το γάμο της, δικαιολογείται και λέει:
-Σπύρο μου, με τις δουλειές μου είχα καιρό να ξεσκονίσω και τα κατέβασα να τα καθαρίσω.
Η γυναίκα προσπάθησε να κρύψει την άθλια συμπεριφορά του συζύγου της και να μη φανερώσει την αλήθεια. Αλλά ο αδελφός της, που όλα τα ήξερε με το διορατικό χάρισμα του οσίου, της είπε:
-Αδελφή μου, σήκω να φύγουμε, γιατί ο άνδρας σου είναι σκληρός και σε βασανίζει. Εγώ ήρθα εδώ, γιατί μας απεκάλυψε την κατάστασή σου ο νουνός σου παπα-Μπασιάς. Έλα μαζί μου, η ζωή σου εδώ θα είναι μαρτύριο.
Η Ρουμπίνα όμως, συνετή και ανδρεία στην αντιμετώπιση των δυσκολιών της ζωής, γνώριζε ότι δεν έπρεπε να διαλύσει το σπιτικό της.

-Αδελφέ μου , του απαντά, όταν ο Θεός προστάζει , πρέπει να τα υπομένω όλα.

Έτσι ο Σπύρος Μηνιάτης έφυγε διαπιστώνοντας ότι τα λόγια του οσίου ήταν αληθινά.

Η φιλανθρωπία του οσίου Παναγή

Ο όσιος Παναγής Μπασιάς έγινε ονομαστός για την φιλανθρωπία του. Ήταν ακούραστος στο να ευεργετεί . ήταν εφευρετικός στις αγαθοεργίες, αλά και τολμηρός με το θάρρος,που του έδινε η άψογη ζωή του. Συχνά έμπαινε σ’ ένα κατάστημα, άνοιγε το ταμείο, έπαιρνε όσα χρήματα ήθελε για τους φτωχούς και έφευγε.

Οι έμποροι και οι καταστηματάρχες παρακολουθούσαν άφωνοι, γιατί γνώριζαν τον προορισμό των χρημάτων που έπαιρνε. Λένε μάλιστα ότι κάποτε ένας φούρναρης τον εμπόδισε να πάρει χρήματα και τα ζυμωμένα ψωμιά του δεν φούσκωσαν, μέχρι που του ζήτησε συγγνώμη.

Μια φορά ο φτωχός παπα-Θεόδωρος Κοντομίλαχος βρέθηκε σε φοβερή κατάσταση. Η πρεσβυτέρα του επρόκετο να γεννήσει και δεν είχαν τα απαραίτητα χρήματα. Ο όδιος Παναγής, μόλις το έμαθε, πήγε στο παντοπωλείο του Γεράσιμου Μωραΐτη, άνοιξε μπροστά σε όλους το κρυφό συρτάρι του , βρήκε έξι μεξικάνικα τάλληρα(κολονάτα) και τα πήρε. Βγήκε μετά έξω, συνάντησε τον παπα-Θεόδωρο και του τα έδωσε λέγοντας του ότι θ’ αποκτήσει δίδυμα.

Ο ιερέας στην συνέχει πήγε στο ίδιο παντοπωλείο και ζήτησε ν’ αγοράσει κάρβουνα για θέρμανση δίνοντας ένα τάλληρο. Ο καταστηματάρχης το αναγνώρισε, αλλά είπε ότι δεν λυπάται τόσο για τα χρήματα που στερήθηκε, όσο γιατί ο άγιος του προφήτευσε σύντομο θάνατο και τον συμβούλευσε να εξομολογηθεί και να κοινωνήσει.

Έχοντας έτσι απόλυτη εμπιστοσύνη στα λόγια του όσιο ετοιμάσθηκε και σε δεκαπέντε μέρες κοιμήθηκε.

Είναι χαρακτηριστικό εδώ ότι ο όσιος συνδύασε το προορατικό χάρισμα με την υλική και πνευματική φιλανθρωπία. Παρόμοια πολλές φορές ενήργησε για να προλάβει κάποιο ηθικό ή φυσικό κακό.

Μι α βροχερή νύχτα συνάντησε κάποιον που πήγαινε να κάνει μια αμαρτία. Τον σταμάτησε και του φώναξε:
-Αμαρτωλέ, αμαρτωλέ! Γύρισε στο σπίτι σου.
Άλλοτε ,μπήκε ξαφνικά στο σπίτι του Γεράσιμου Βώρου και του ζήτησε ένα πιστόλι , που ο ιδιοκτήτης το είχε γεμάτο/ οι οικοδεσπότες δεν του το έδωσαν, φοβούμενοι μήπως σκοτωθεί. Μετά από λίγες ημέρες ο Γεράσιμος θέλησε να το αδειάσει από τις σφαίρες, αλλά τραυματίστηκε και έκοψε το χέρι του. Τότε κατάλαβαν όλοι, γιατί ο όσιος είχε ζητήσει το πιστόλι.

Άγιος Παναγής Μπασιάς

Η μελλοντική ηγουμένη

Μια Κεφαλλονίτισσα από το Ληξούρι είχε τέσσερις κόρες. Ο άνδρας της ήταν πολύ ιδιότροπος. Την έβριζε γιατί γεννούσε κορίτσια και ήταν στενοχωρημένη.
Κάποτε σκέφτηκε να πάει να συναντήσει τον όσιο Παναγή Μπασιά και να πάρει την ευχή του. Πήρε μαζί και τις κόρες της. Στα μαλλία μάλιστα της μικρότερης είχε βάλει έναν ωραίο φιόγκο. Όταν έφθασαν στον άγιο, είδαν ότι είχε συγκεντρωθεί πολύς κόσμος και έτσι περίμεναν υπομονετικά την σειρά τους. Έπειτα από αρκετή ώρα τελείωσαν οι προηγούμενοι και η μητέρα οδήγησε τα παιδιά της στον άγιο:
-Παπά έφερα τα παιδιά μου να τα ευλογήσεις.
Ο όσιος Παναγής ευλόγησε την πρώτη και της είπε:
-Καλώς την Διονύσαινα!
Στην δεύτερη είπε:
-Καλώς την Γιώργαινα!
Στην τρίτη είπε:
-Καλώς την Σπύραινα!
Προφήτευσε δηλαδή τα ονόματα των συζύγων των κοριτσιών.
Την τέταρτη δεν την ευλόγησε. Η μητέρα που μέχρι τότε χαιρόταν , άρχισε ν’ ανησυχεί. Σκέφτηκε ότι θα πέθαινε το τέταρτο παιδί της . τον παρακάλεσε λοιπόν πιο θερμά να το ευλογήσει. Ο άγιος δεν το ευλογούσε. Η μητέρα ταραγμένη ρωτούσε:
-Παπά μου, θα πεθάνει το παιδί μου; Γιατί δεν το ευλογάς;
Τότε σηκώθηκε, γονάτισε μπροστά στο μικρό κορίτσι και του είπε:
-Ευλόγησέ με, αμμά( δηλ. γερόντισσα).
Η μητέρα τρόμαξε περισσότερο μ’ αυτό και αναρωτιόταν τι να σημαίνει. Εκείνος έβγαλε τα στολίδια από τα μαλλιά της μικρής και είπε:
-Αυτά δεν χρειάζονται , ηγουμένη των Λεπέδων.
Και πράγματι! Έπειτα από πολλά χρόνια οι τρείς μεγαλύτερες αδελφές παντρεύθηκαν συζύγους με τα ονόματα που είχε προφητεύσει ο άγιος, ενώ η μικρότερη έγινε ηγουμένη της μονής των Λεπέδων , με το όνομα Ευγενία.

Αγία Ραΐς η δωδεκάχρονη παρθενομάρτυς

ΑΓΙΑ ΡΑ΄Ι΄Σ

Η δωδεκάχρονη Παρθενομάρτυς.

Η μνήμη της εορτάζεται την 23ην Σεπτεμβρίυ

Μικρός ο βίος της, που διεσώθη. Μικρή η ηλικία της, αλλά μεγάλος ο άθλος και η δόξα της ανήλικης Αγίας Ραΐδος, που θυσιάστηκε για την αγάπη του Χριστού στα δώδεκά της χρόνια! Άλλα κορίτσια στην ηλικία της παίζουν με τα παιχνίδια τους και τις κούκλες ή ονειρεύονται το κοσμικό τους μέλλον και τις χαρές του μάταιου κόσμου. Αντίθετα η μικρή Ραΐδα όλα τα είχε πρεριφρονήσει απο μικρή και δεν αγαπούσε και δεν σκεφτόταν τίποτε άλλο απο τον Κύριο μας Ιησού Χριστό, τον Δημιουργό και Σωτήρα του σύμπαντός και τον πιό μεγάλο, τον πιό αληθινό και ασύγκριτο φίλο και προστάτη των παιδίων. Κι όπως αναφέρι ο Συναξαριστής στα «Μηναία» (μήνας Σπτέμβριος ΚΓ΄):

«Ποθουσα κάλλος η Ραΐς Θεού βλέπεις
Σαρκός το κάλλος εκδίδωσι τω ξίφει».

Και σε σημερινή απόδοσι:

«Η Ραΐς ποθώντας να δή την ομορφιά του Θεού
θυσίασε με το ξίδος την ομορφιά της σάρκας».

Δεν είναι η πρώτη και δεν είναι η μόνη ανήλικη Αγία, που εμαρτύρησε για τον Χριστό. Αμέτρητα είναι τα αγόρια και τα κορίτσια, που εθυσίασαν την ζωή τους και τις χαρές του κόσμου τούτου για τον Κύριο. Στρατιές απο, μικρούς ένσαρκους αγγέλους, που χαίρονται τώρα στην Βασιλεία των Ουρανών. Εκείνο, που ξεχωρίζει την Ραΐδα απο όλες τις άλλες μορφές των παιδίων , που αγίασαν με το μαρτύριο, είναι ότι δόθηκε μόνη της, εθελοντικά στο μαρτύριο, χωρίς κανείς να την βιάσει σε κάτι τέτοιο. Αντίθετα μάλιστα προσπάθησε και αγωνίστηκε να φτάσει ως το μαρτύριο και να ξεπεράσει τα εμπόδια που συναντούσε.Είναι μια απο τις σπάνιες, αλλά και τόσο ωραίες και μεγάλες κορυφώσεις εθελοθυσίας απο αγάπη. Κι’ όλα αυτά τα μαρτύρια και ο αποκεφαλισμός,οι σκληρές και άγριες ώρες, που λυγίζουν ακόμη και τους μεγάλους, να γίνονται σένα κοριτσάκι δώδεκα χρονών και το κοριτσάκι αυτό αντίνα λιποψυχή και να αποφεύγει τον πόνη , να ζητά μόνο του , απο αγάπη και μόνο, τα βάσανα και τον θάνατο για την αγάπη και την δόξα του Θεού! Ω, Κύριε των Δυνάμεων , πόσο θαυμαστά ξέρεις να μας διδάκσεις και να μας δίνεις οδηγούς για την ζωή μας κι’ ας είμαστε εμείς τόσο ράθυμοι και σκληρόκαρδοι και εγωϊστές και ανάξιοι για κάιθε ευεργεσία. Πάντα το έλεος σου είναι μεγαλύτερο απο κάθε σκέψι και απο κάθε φαντασία της αμαρτωλής καρδιάς μας!..

Ας σταθούμε όμως μέσα στις λίγες αράδες, που διέσωσαν για την Ραΐδα οι Συναξαριστές, μέσα στις μυριάδες των Αγίων και των Μαρτύρων , που μετριουνται σε πολλά εκατομύρια.

Γράφει λοιπόν το Συναξάρι της θαυματουργής Αγίας ότι γεννήθηκε στην πόλι Τάμμαν της Αιγύπτου. Δεν αναφέρεται όμως η ακριβής ημερομηνία της γενήσεώς της. Πάντως υπολογίζεται ότι γεννήθηκε στο τέλος περίπου του τρίτου αιώνος. Ήταν κό΄ρη ενός Χριστιανού ιερέως, που τον έλεγαν Πέτρο και είχε φροντίσει απο νωρίς να της δώση χριστιανική ανατροφή και να της εμπνεύση απεριόριστη πίστι και αγάπη για τον Χριστό. Μέρα και νύχτα η μιρκη Ραΐδα βρισκόταν μαζί με τον πατέρα της και ζούσε απο κοντα την λατρευτική ζωή της Εκκλησίας. Κι’ όταν εξέφρασε την επιθυμία της να γίνη μοναχή, ο καλός πατέρας δέχτηκε μετά χαράς κι όχι όπως κάνουν σήμερα πολλοί γονείς, ποθ αρνουνται και αντιδρούν και αναστατώνουν τον κόσμο, εάν τα παιδία τους αποφασίσουν να αφιερωθούν στο Χριστό...

Ευλόγησε λοιπόν ο ιερεύς Πέτρος την δωδεκάχρονη κόρη του, της έδωσε την ευχή του και τις καλές του πατρικές συμβουλές και ύστερα της παρέδωσε στο γυναικείο μοναστήρι της Τάμμαν. Εκεί φόρεσε το σχήμα της δόκιμης μοναχής , μέχρι να φθάση στην νόμιμη ηλικία για να γίνη μοναχή.

Μια μέρα , που πήγαινε μαζί με τις άλλες μοναχές στην πηγή για να κουβαλήση νερό, είδε ένα πλήθος απο μοναχόυς, μοναχές, κληρικούς και λαϊκούς , που τους είχε συλλάβει ο σκληρός ηγεμόνως της περιοχής Λουκιανός. Όταν έμαθε ότι τους είχαν δέσει γιατί ήταν Χριστιανοί και θα τους θανάτωναν , εάν δεν αρνιόταν την πίστι τους, έτρεξε σαν μικρό ελαφάκι για να ενωθή μαζί τους και να ομολογήση τον Χριστν Κύριον και Θεός και Σωτήρα του κόσμου. Ο κομενταρίσιος ( δεσμοφύλακας) την λυπήθηκε, καθώς την είδε τόσο μικρή, με το μαύρο ράσο της και την σταμάτησε με καλό τρόπο:

-Που πας κοριτσάκι μου, εσύ με τους άλλους; Αυτούς θα τους σκοτώσουν αν επιμείνουν στην θρησκεία τους. Εσύ όμως γιατί να πεθάνης πρίν απο την ώρα σου; Κι’ ούτε κανένας σε βιάζει να κάνης κάτι τέτοιο. Είσαι μικρή ακόμα και δεν ξέρεις τι κάνεις...

-Ξέρω τι πιστεύω και τι κάνω, κομενταρίσιε, είπε, θαρρετά η μικρή Ραΐς. Κι ούτε με νοιάζει πότε θα πεθάνω, τώρα ή αργότερα. Είμαι Χριστιανή και θέλω να ομομλογήσω και να δικηρύξω την πίστι μου!

-Ξανασκέψου το , την συμβούλεψε ο δεσμοφύλακας. Είσαι τόσο μικρούλα. Κρίμα να χαθείς απο τώρα, πρίν γνωρίσεις την χωή και τον κόσμο.

-Για μένα δεν υπάρχει τίποτα πιό σπουδαίο απο τον Χριστό κι’ όποιος θυσιάζεται για τον Κύριο δεν πεθαίνει ποτέ του. Κατάλαβες; Μη στενοχωριέσαι λοιπόν για μένα και πες μου που είναι ο ηγεμόνας;

Της έδειξε την άμαξα του κι’ εκείνη χωρίς δισταγμό πλησίασε και είπε στον σκληρό Λουκιανό:

-Άρχοντά Λουκιανέ, είμαι Χριστιανή κι’ έτοιμη αν χρειασθή να πεθάνω για τον Χριστό και Θεό μου, που τον αγαπώ και τον λατρεύω πάνω απο όλα και απο την ίδια την ζωή!

-Μπα, μπα και τους δικόυς μας θεούς δεν τους προσκυνάς, λοιπόν μικρή μου;


-Ούτε τους προσκυνώ , ούτε τους θεωρώ θεούς, αλλά ψεύτικα είδωλα και τους περιφρωνώ με όλη την καρδιά μου!

Ο Λουκιανός κάγχασε και μίλησε με ασέβεια για την πίστι των Χριστιανών. Η Ραΐς αντί να του απαντήση με λόγια, έκανε ένα βήμα πιό κοντά στον ηγεμόνα και τον έφτυσε στο πρόσωπο. Εκείνος ξαφνιάστηκε στην αρχή με το τόλμημα της Ραΐδος και ύστερα ούρλιαξε απο τον θυμό του , για την απάντηση, που πήρε στις βλασφημίες του κατά του αληθινού Θεού.

-Βασάνιστε της! Σκοτώστε την! Κομματιάστε την!

Η μικρή Αγία όταν άκουσε τις φωνές του ηγεμόνα δεν ταράχτηκε ούτε φοβήθηκε. Η καρδιά της χαιρόταν , που θα υπέφερε για τον Κύριο, όπως κι’ Εκείνος είχε υποφέρει πάνω στον σταυρό για την σωτηρία των ανθρώπων. Χαιρόταν ,για΄τι έφτυσε έναν εχθρό του Χρισοτυ, όπως κι’ Εκείνος είχε δεχθή «Εμπτυσμούς» απο τους βασανιστές του πρίν σταυρωθή. Κι’ ακόμα έχαιρε, γιατί ο θάατος της θ τη έφερνε ολοκάθαρη και πιό γρήγορα μπροστά στον θρόνο του Θεού και θα μπορούσε να δη τις ομορφιές και τα μεγαλεία της Βασιλείας των Ουρανών.

Οι δήμιοι άρπαξαν την μικρή Ραΐδα και κατά διαταγήν του Λουκιανού, την βασάνισαν πολύ ,πρίν την αποκεφαλίσουν με ξίφος.

«Ποθούσα κάλλος η Ραΐς Θεού βλέπειν...»

Έτσι μόλις έπεσε στην γη το κομμένο κεφάλι της Αγίας η ψυχή της πέταξε ψηλά στα ουράνια και τότε ο πόθος της να δη την ομορφιά του Θεου- μακάρι όλοι να την δούμε μιά μέρα- έγινε πραγματικότητα. Ο ίδιος ο Κύριος , που στεφανώνει όλους τους Μάρτυρες, στεφάνωσε και την δωδεκάχρονη Ραΐδα με την αιώνια δόξα του Μαρτυρίου υπέρ Χριστού και χαίρεται τώρα την «ανεκλάλητη χαρά» στους κόλπους του Αβραάμ. Αλλά κι’έδώ στη γη, η Αγία Παρθενομάρτυς Ραΐς, θα λάμπη μέσα στο στερέωμα της μνήμης της Εκκλησίας, για να θυμίζει ότι η δωδεκάχρονη Αγία εθυσίασε εθελοντικά την ζωή της για τον Κύριο και μας δείχνει πόσο πρέπει να αγαπούμε τον Χριστό και τίποτε να μη μας χωρίζη απο Εκείνον, στον οποίο ανήκει , μαζί με τον Θεόν Πατέρα και το Άγιον Πνεύμα, η δόξα , η δύναμις και το κράτος εις τους αιώνας των αιώνων . Αμήν.


ΠΑΙΔΟΜΑΡΤΥΡΕΣ
Π. Μ. ΣΩΤΗΡΧΟΥ
ΑΣΤΗΡ

Η Αγία Θεδώρα βασίλισσα Αρτης η εκ Σερβίων

Ο Βίος και Πολιτέια της Οσίας μητρός ημών Θεοδώρας που γενήθηκε στα Σέρβια της Μακεδονίας και βασίλευσε στην Άρτα και τελείωσε τον βίο της ως μοναχή.

(σε διηγηματική μορφή)

Η μακαριώτατη και αοίδιμος Αγία Θεοδώρα ήταν απο τα Σέρβια της Μακεδονίας, και βλάστησε στο γένος της και την πατρίδα της , σαν ρόδο πολύτιμο και ηδύπνοο, ευωδιάζοντας απο την ενάρετη και θαυμαστή πολιτεία της. Η γονείς της, ονομαζόνταν Ιωάννης και Ελένη, και καταγόταν απο γένος αρχοντικό, ήταν ευλαβείς στα θεία, ελεήμονες και δίκαιοι, και παρόλο που είχαν εξουσία, φερόταν πρός όλους με μεγάλη καλωσύνη και αγάπη.

Εκείνο τον καιρό , δηλαδή στο 1204 μετά Χριστόν , ήρθαν οι Φράγκοι στην Ανατολή και κυρίευσαν την Κωνσταντινούπολη και έκαναν πολλά κακά στο γένος των Ελλήνων. Τότε η πρωτεύουσα της Αυτοκρατορίας μετατέθηκε στην Νίκαια και τα παιδιά των Βασιλιάδων έφυγαν και πήγαν άλλα στον Μοριά και άλλα στην Ήπειρο και ιδρυσαν εκεί μικρά Βασίλεια. Τα αφήνουμε όμως όλα αυτά για την ιστορία,και ερχόμαστε για να πούμε για την αγία Θεοδώρα, έπειτα απο τον θάνατό του πατέρα της Ιωάννη Πετραλείφη, που ήταν διωρισμένος απο το βασιλιά διοικητή της Θεσσαλονίκης και όλης της Μακεδονίας, η οποία έμενα και φυλάσονταν απο τους αδελφούς της στα Σέρβια ως κόρη οφθαλμού. Διότι η νέα ήταν πολύ όμορφη, αλλά και πολύ σεμνή και καθαρή απο κάθε κακία.

Τότε ήρθε απο τον Μοριά , δηλαδή την Πελοπόνησο, ο Μιχαήλ Δούκας ο Παλαιολόγος, απο γένος βασιλικό, ένα ωραίο και ανδρείο παληκάρι. Όταν αυτός ο Μιχαήλ είδε την Θεοδώρα, ετρώθη στην καρδιά του απο την σεμνή ωραιότητά της, ώστε δεν βρήκε ανάπαυση στο εξής απο την λαβωματιά της αγάπης. Έβαλε λοιπόν μεσίτες και προξενητές για να την πάρει για σύζυγό του, και αυτό έγινε. Τελέστηκαν οι γάμοι με βασιλική λαμπρότητα και ο Μιχαήλ Δούκας με την γυναίκα του την Θεοδώρα έμειναν λίγο καιρό στα Σέρβια και έπειτα πήγαν με μεγάλη και λαμπρή δορυφορία, δηλαδή με στρατιωτιή ακολουθία, ως βασιλιάδες που ήταν , στην Άρτα. Εκεί ο μιχαήλ Δουκας έκτισε το κάστρο , που ακόμα και σήμερα σώζεται και κατοικησε στο εξής σην πόλη εκείνη με τη γυναίκα του τη Βασίλισσα Θεοδώρα.


Και ο Μιχαήλ φρόντιζε πως να κυβερνά βασιλικά και να διοικεί επαινετά και ένδοξα το βασίλειο. Η Θεοδώρα όμως, παρόλο που ανήλθε στο ύψος της βασιλείας, δεν κενοδόξησε ούτε παντελώς σκεφτόταν την βασιλικλή τιμή που είχε, αλλά περισσότερο ήλθε σε ταπείνωση γι’ αυτόν που ταπείνωσε τον εαυτό του δια μας τον Χριστό, και φρόντιζε μόνο πως να κατακοσμίσει τον εαυτό της με κάθε είδος αρετής. Ούτε όταν ήταν κόρη πλανήθηκε απο την ωραιότητά της ούτε όταν έγινε Βασίλισσα υπερηφανεύθηκε απο την δόξα της. Μάλλον καταφρόνησε τα πάντα, και ο λογισμός της και η μέριμνά της ήταν πως να ευεργετήσει , για την αγάπη του ελεήμονος Θεού, εκείνους που ήσαν άξιοι ελέους. Έτσι η Βασίλισσα Θεοδώρα ήταν η μητέρα των ορφανών , η προστάτιδα των χηρών και όλων εκείνων που βρίσκονταν σε ανάγκη , τους οποίους όλους είχε ως τέκνα και αδελφούς. Άκουγε η μακαρία στα αυτιά της την φωνή του Χριστύ , που λέγει « Μακάριοι οι ελεήμονες, ότι αυτοί ελεηθήσονται» και την άλλη εκείνη φωνή , ότι «εφ’ όσον εοποιήσατε ενί τούτων των αδελφών μου των ελαχίστων , εμοί εποιήσατε». Και έτσι με σωφροσύνη μεγάλη, με άκρα ταπείνωση και με πολλή ζώσα πραότητα, η ευσεβής Βασιλισσα είχε ανοιγμένα τα χέρια της και την καρδιά της πάντοτε στους πτωχούς του λαού και σε όλους που ζητούσαν την προστασία καιτην βοήθειά της.

Αλλά ο ανθρωποκτόνος Διάβολος , που πασχίζει κάθε φορά με κάθε λογής τρόπο να κλέψει την σωτηρία των ανθρώπων, επειδή έβλεπε την Αγία να καταγίνεται με τόση χαρά της ψυχής της στον αγώνα της αρετής, και επειδή φθόνησε τον ένθεο ζήλο της και δεν υπόφερε να βλέπει την τόση ευσέβεια των δύο συζύγων πρός τον Θεό και την τόση μεταξύ τους αγάπη, μηχανεύθηκε λοιπόν με διάφορους τρόπους για να κλεψει τον σωτήριο θησαυρό της Αγίας. Και αφού δεν μπόρεσε να νικήσει τον Αγία, κατώρθωσε στο τέλος να νικήσει τον άνδρα της τον Μιχαήλ, με το να ανάψει στην καρδιά του πονηρή επιθυμία για μια χήρα αρχόντισα με το όνομα Γαγγρινή. Και όχι μόνο ότι κυριεύτηκε ο ταλαίπορος απο τον οίστρο της ακολασίας για μια ξένη γυναίκα, αλλά και μίσησε τη νόμιμη σύζυγό του, και χωρίς να φοβάται τον Θεό μήτε να ντρέπεται τους άνθρωπους, αμάρτανε φανερά, και είχε τη Γαγγρινή ως δέσποινα στο παλάτι, και την Θεοδώρα ως υπηρέτρια.

Σε όλα αυτά η Αγία έκανε υπομονή , προσευχόταν και νήστευε, έως ότου μια ημέρα ο Βασιλίας έδιωξε τη Βασίλισσα απο το παλάτι . Τόσο είχε ο ταλαίπορος κυριευθεί απο το πάθος του , όπου συρόταν αιχμάλωτος απο την πονηρή θέληση μιας αναίσχυντης μιχαλίδας γυναίκας. Η Βασίλισσα που ήταν τότε σε κατάσταση εγκυμοσύνης, πήρε τον δρόμο και πέντε χρόνια μαζί με το παιδί της όπου εν τω μεταξύ απέκτησε, περπατούσε εδώ κι εκεί έξω απο το σπίτι της με πολλές στερήσεις και κακουχίες. Αλλά όμως Άγγελος Κυρίου προστάτευε και τη μητέρα και το βρέφος. Μιά μερα που περιπλανιόταν στα μέρη της Πρένιστας, ένας ιερέας από τον τόπο εκείνο, ευλαβής και ενάρετος άνθρωπος, συνάντησε έξω στους αγρούς την Αγία και την ρώτησε ποιός και ποιά είναι και απο πού και πως βρέθηκε εκεί. Εκείνη, παρόλο δεν ήθελε να φανερώσει το μυστικό της, στο τέλος ομολόγησε, επειδή ο ιερέας την όρκισε στο Θεό να μη κρύψει απο αυτόν την αλήθεια. Έτσι η Βασίλισα κλαίγοντας και στενάζοντας για την απώλεια του βαιλειά και δοξάζοντας το όνομα του Θεου για τα παθήματά της ,είπε στον ιερέα του Θεού τα πάντα , εκείνος όμως, επειδή ήξερε καλά τα λόγια του Χριστού, ότι «ξένος ήμουν και συνηγάγετέ με», πήρε την μητέρα και το βρέφος στο σπίτι του και είχε στο εξής γι’αυτούς όλη την φορντίδα.

Αλλά απο οικονομία του Θεού έφθασε το τέλος της εξορίας και των κακών που έπασχε η Αγία. Διότι ο Θεός ακούει τους στεναγμοόυς των δίκαιων και δεν παραβλέπει την δέησή τους. Έτσι μιά μέρα, που ο Βασιλιάς βρισκόταν έξω απο το παλάτι, μαζεύτηκαν οι πρώτοι του παλατιού και επειδή είχαν την υπόνοια, μπήκαν και συνέλαβαν τη Γαγγρινή και την ανάγκασαν να ομολογήσει όλη την αλήθεια, δηλαδή ότι αυτή στα αλήθεια ήταν η αιτία για την οποία ο Βασιλίας έδιωξε την Βασίλισσα. Σ’αυτή την ώρα ήρθε και ο Βασιλίας και , όταν άκουσε και έμαθε ότι η πονηρή σύμβουλος και παράνομη ευνοούμενη είχε ομολογήσει τα πάντα, έπεσε λοιπον σε μεγάλη ντροπή και μετάνοια, όπως έγινε με τον Προφήτη και βασιλία Δαβίδ. Διότι ο Μιχαήλ διέπραξε την αμαρτία κυριευμένος απο απροσεξία απο τον διάβολον, αλλά όμως είχε καλή και αγαθή καρδιά. Έτσι έστειλε αμέσως , παντού ανθρώπους σε αναζήτηση της Βασίλισσας, ώστε όταν εκείνοι ήλθαν στην Πρένιστα, την βρήκαν εκεί κάτω απο τη στεγη και την προστασία του καλόυ ιερέα. Τότε η Βασίλισσα Θεοδώρα , αφού βεβαιώθηκε για τη μετάνοια του και τη διώρθωση του Βασιλία,επειδή τη συμβούλευε και την παρακινούσε και ο ιερέας, επέστρεψε μαζί με το παιδί της στο παλάτι.

Πολλή χαρά και ευροσύνη προξένησε σε όλη την Άρτα ότι βρέθηκε και επανήλθε η Βασίλισσα, όμως μεγαλύτερη απο τη χαρά ήταν η ωφέλεια, που στο εξής βρήκε ο Βασιλιάς, επειδή τώρα σύμβουλος διά βίου στο πλευρό του αγαθός και πιστός ήταν η αοίδημος Θεοδώρα. Και (ω των σοφών σου κριμάτων Χριστέ!) έγινε λοιπόν εδώ, αυτό που λέει ο Απόστολος του Χριστού, δηλαδή ότι «ου( εκεί που) επλεόνασε η αμαρτία υπερεπερίσσευσεν η χάρις». Ο πρώην κακός και άπιστος σύζυγος, με την αγιωσύνη και την αρετή της καλής και οσίας γυναίκας του, παιδαγωγήθηκε και, με την χάρη του Θεού, απέβαλε τον παλαιό άνθρωπο. Έτσι και τα πράγματα του βασιλείου του διαφεντεύονταν καλά και άγιες εκκλησίες έκτισε, για να υμνείται σε αυτές το υπερύμνητο όνομα του Θεού. Και τα έργα αυτά έγινα μαζί με κοινή προθυμία των δύο συζύγων , όμως η μακάρια και αοίδιμος Θεοδώρα παρακινήθηκε απο την πολλή της ευσέβεια και έκτισε δική της εκκλησία στο όνομα του αγίου Μεγαλομάρτυρος Γεωργίου για γυναικαίο μοναστήρι.

Έπειτα απο χρόνια ήρθε ο καιρός και πέθανε ο βασιλιάς Μιχαήλ. Έτσι έχοντας η Αγία άδεια να κάνει όσα κατά θεό επιθυμούσε, έγινε αμέσως καλόγρια και απο τότε πλήθυνε περισσότερο τις προηγόυμενες νηστείες και αγρυπνίες και τις αγαθοεργίες. Μάλιστα στο μοναστήρι έδειξε τόση υπακοή και ταπεινωση , που αγόγγυστα και πρόθυμα, παρότι ήταν μια Βασιλισσα, να υποτάσεται σε όλες τις καλόγριες που ήταν μαζί της στο μοναστήρι. Ω αγία υπακοή και ταπεινοφροσύνη, εσύ αναβιβάζεις τον άνθρωπο ως τον ουρανό , έτσι όπως το δίδαξε με τα έργο του και τον λόγο του ο κύριος μας Ιησούς Χριστός. Όλοι οι Άγιοι της Εκκλησίας , στο παράδειγμα των οποίων ακολούθησε η αγία Θεοδώρα, όλοι είχαν ταπεινοφροσύνη και όλοι έκαναν υπακοή , ώστε και ο Θεός τους υπερύψωσε και, καθώς εκείνοι τον δόξασαν με το σώμα τους και με το πνεύμα τους, έτσι και ο Θεός τους αντεδόξασε, όπως είναι γραμμένο, ότι «τους εμέ δοξάσαντας εγώ αντιδοξάσω».

Αφου έζησε η Αγίας αρκετά ακόμη χρόνια, «νηστείαις και δεήσεσι λατρεύουσα νύκτα και ημέραν», ήλθε τέλος ο καιρός για να την καλέσει ο Κύριος της ζωής και του θανάτου και να αναπαυθεί απο τους κόπους της,. Όμως ακούστε αδελφοί μου,τότε τι θαύμα συνέβη. Ο Θεός έδωσε σημείο και κατάλαβε η Αγία την ώρα του θανάτου της, έτσι όπως όλοι οι άγιοι την ξέρουν αυτή την ώρα, και έτοιμοι περιμένουν τον φωτεινό Άγγελο, που θα πάρει την εξαγνισμένη ψυχή τους. Έτσι και η μακαρία και οσία Θεοδώρα, όταν είδε ότι ήλθε η ώρα της, με τέτοια λόγια προσευχήθηκε στον Ιησού Χριστό και είπε. «Κύριε και Θεέ μου , εγώ η ταπεινή δούλη σου σε όλο μου το βίο αυτή την ώρα περίμενα και γι’ αυτήν κόπιαζα. Και τώρα πως να μη χαίρομαι, που μεταβαίνω απο το θάνατο στη ζωή; Όμως αν είναι το θέλημά σου, ας μείνω ακόμη έξη μήνες για να ευπρεπήσω και να τελειώσω το ναό σου. Αν ίσως πάλι και δεν είναι με το θέλημά σου, να η δούλη σου, ας γίνει σύμφωνα το ρήμα σου. Έτσι είπε η Αγία στον λογισμό της και ( ω του θαύματο!) ο Κύριος άκουσε τη δέησή αυτή, και έδωσε σε αυτή παράταση βίου όση εκείνη ζήτησε. Και στο μεταξύ συμπλήρωσε η Αγία κάθε λογής έλλειψη στο ναό του μοναστηριού, δίδαξε και νουθέτησε ακόμα μία φορά τις καλόγριες και στο τέλος παρέδωσε την αγία ψυχή στα χέρια του Θεού. Και ο Θεός την ανάπαυσε στην ουράνιο βασιλεία του, στις αιώνιες μονές, με όλους τους ανά τους αιώνες Αγίους, των οποίων μιμήθηκε τη ζωή και τα κατορθώματα.

Αλλά των Αγίων οι ευεργεσίαις προς εμάς που είμαστε στη ζωή συνεχίζονται και μετά τον θάνατο τους, παρόλο που δεν υπάρχει θάνατος για τους ανθρώπους του Θεού, παρά εκδημία απο το σώμα και ενδημία προς το Θεό, και μετάσταση απο τα λυπηρά πρός τα καλύτερα και ευτυχέστερα, όπως λέει και η Εκκλησία στις ευχές της Πεντηκοστής. Έτσι και ο ναός της όσιας Μητέρας μας Θεοδώρας και η θήκη των ιερών της λειψάνων είναι για όλους τους πιστούς άμισθο ιατρείο. Όσοι ήρθαν στο ναό της Αγίας και πρόσπεσαν σε αυτή με πίστη, λυτρώθηκαν απο δεινές αρρώστιες και μεγάλα νοσήματα με τις πρεσβείες της. Και όχι μόνο τότε αλλά και σήμερα όποιος επικαλεστεί με πίστη της πρεσβεία της προς τον Θεό, βρίσκει την Αγία βοηθό και γιατρό σε κάθε του θλίψη και αρρώστια. Όχι μονο όσοι έρχονται στο ναό της και ασπάζοντα τα ευωδιαστά θεία της λείψανα, αλλά και όσοι απο μακρυά την επικαλούνται με πίστη, και στη θάλασσα και στη ξηρά, λαμβάνουν την εκπλήρωση των αιτημάτων τους.

Έτσι και εμείς, γιορτάζοντας σήμερα την μνήμη της οσίας μας Θεοδώρας της Βασίλισσας , και τελούμε τα εγκαίνια του σε τιμή της ανεγερθένετος στα Σέρβια ναύδριου, με τις πρεσβείες της είθε να λάβουμε έλεος και χάρη και να βρούμε εύκαιρη βοήθεια απο το Θεό, στον οποίο η δόξα και το κράτος , τω Πατρί και τω Υιώ και το Αγίω Πνεύαμτι εις τους αιώνας.Αμήν.

Στα Σέρβια της Μακεδονίας
23 Ιουνία 1968

Απολυτίκια της Οσίας Μητρός ημών Θεοδώρας Βασιλίσσης Άρτης της εκ Σερβίων

Ήχος δ΄ Ο μάρτυς σου , Κύριε

Σερβίων το βλάστημα και Άρτης το σέμωνμα,
την Βασίλισσαν και οσίαν Θεοδώραν
αξίως τιμήσωμεν·
αύτη γαρ την πορφύραν και τον κόσμος λιπούσα,
έφυγεν, αυλισθήσα ως τριγών εν ερήμω·
αυτής ταις ικαισίαις , Χριστέ ο Θεός,
σώσων τας ψυχάς ημών.

Ήχος πλ. δ΄

Θεοδώραν την οσίαν τιμήσωμεν,
των Σερβίων το άνθος το πάνσεπτον·
αύτη γάρ μετά σρκός ενασκήσασα,
αγγελικήν πολιτείαν ενεδείξατο·
όθεν και νύν πρεσβεύει τω Χριστώ
σηθήναι τας ψυχάς ημών.

Ήχος ο αυτός

Θεοδώρας τα τίμια λείψανα
οι πιστοί ευλαβώς ασπασώμαθα
και Χριστόν δι’ αυτής ικετεύσωμεν,
ίνα σώση τας ψυχάς ημών.

Μεγαλυνάρια

Βασίλισσαν άπαντες την σεπτήν
και Οσίων την περίσεμνον καλλονήν,
το μυρίπνουν άνθος και κρίνον των Σερβίων
την θείαν Θεοδώραν ύμνοις τιμήσωμεν

Άνθος των Σερβίων ερατεινόν,
χαίροις, Θεοδώρα, η σφραγίς των Βασιλισσών,
χαίροις, των Οσίων το καύχημα το μέγα,
χαίροις, η προστασία των ανυμνούντων σε.

Χαίροις, των Σερβίων κόρη σεμνή,
αρετών δοχείον, ευωδία πνευματική.
Χαίροις , Θεοδώρα, φυτόν του παραδείσου
χαίροις, η μυροθήκη του θείου πνεύματος.

Ο Άγιος Αθανάσιος και ο Άρειος

Ο Άρειος πλησίον του αλαζόνα φιλοσόφου ξεκίνησε τη συζήτηση πάντα με το ίδιο τροπάρι.

-Ην ποτέ, ότε ούκ ήν ο Ιησούς και κτίσμα και ποίημα εξ ούκ όντων και εξ ετέρας ουσίας και υποστάσεως εστί (υπήρχε εποχή που δεν υπήρχε ο Ιησούς και κτίσμα και ποίημα του Θεού είναι, από την ανυπαρξία προερχόμενος και από άλλη ουσία και υπόσταση).

Και επεξηγεί.
- Ο Θεός δεν ήταν πάντα Πατέρας ούτε ο Χριστός ήταν πάντα Υιός, γιατί ο Υιός δεν υπήρχε πριν γεννηθεί, αλλά έγινε από το μηδέν. Από τότε που ο Θεός έκτισε τον Υιόν , ονομάστηκε Πατέρας και ο Υιός είναι κτίσμα και ποίημα και επομένως ξένος και ανόμοιος προς την ουσία του Πατρός και βεβαίως δεν είναι Θεός.

Ο Χριστός είναι Υιός του Θεού, όπως και όλοι εμείς οι άνθρωποι είμαστε παιδιά του Θεού. Κτίσματα είμαστε κι όμως παιδία του Θεού. Κτίσμα ο Χριστός και Υιός του Θεού.

- ‘‘ Ούκ ήν ποτέ, ότε ούκ ή ο Υιός , αντείπε ο Αθανάσιος, αλλ’ εν αρχή ην ο Λόγος και ο λόγος ήν προς τον Θεόν και Θεός ήν ο λόγος’’ ( δεν υπήρχε εποχή που δεν υπήρχε ο Υιός. Από την αρχή υπήρχε ο Λόγος και ο Λόγος ήταν μαζί με τον Θεό και είναι Θεός ο Λόγος).

Ο Αθανάσιος δεν ήθελε να απευθύνεται στον Άρειο.

Προτιμούσε να αποκρίνεται στο φιλόσοφο, για να μην ακούει ούτε τη φωνή του βλασφήμου.

-Που στηρίζεται , ω φιλόσοφε, η βλάσφημη άποψη ότι ο Υιός είναι κτίσμα και όχι Θεός εκ Θεού αληθινού; Γιατί τότε ονομάζει ο Πατέρας τον Υιό μονογενή , αφού όλοι εμείς μπορούμε να είμαστε παιδιά του Θεού , όπως δέχεστε;

- Ο Ιησούς υπερέχει απ’ όλους εμάς σ’ αυτόν , είπε ο φιλόσοφος, ότι μόνος αυτός έγινε από το Θεό μόνο, ενώ όλα τα άλλα δημιουργήματα και εμείς οι άνθρωποι δημιουργηθήκαμε από το Θεό ε συνεργασία με τον Υιό , γιατί τάχα κουράστηκε ο Θεός μόνος του να δημιουργεί.

-είναι ασεβέστατος ο συλλογισμός, ότι ο Θεός κουράστηκε δημιουργώντας, γατί λέγει ο Ησαΐας ότι ο Θεός είναι αιώνιος, δεν πεινάει ,ούτε κουράζεται . Ούτε πάλι μπορούμε να χωρίσουμε την κτίση και να πούμε αυτό είναι του Πατρός και αυτό είναι του Υιού, διότι λέγει η Γραφή το χέρι του Θεού εποίησε τα πάντα. Ένας είναι ο Θεός , εξ ου τα πάντα και ένας είναι ο Κύριος Ιησούς Χριστός, δι’ ου τα πάντα. Επομένως τα πάντα δημιούργησε ο Πατήρ, ο Υιός και το Άγιον Πνεύμα.

-Υπήρχε κάποια εποχή που δεν υπήρχε ο Υιός.

-Πάντα ο Θεός ήταν Πατήρ και πάντα ο Λόγος ήταν Υιός.

Ποιος μπορεί να χωρίσει την ακτινοβολία του ηλίου από τον ήλιο, ή ποιος μπορεί να ονομάσει την πηγή χωρίς να υπάρχει αναβλήζον ύδωρ, γιατί ευθύς με την ύπαρξη του ηλίου υπάρχει και η ακτινοβολία του και με την ανάβλυση του ύδατος ονομάζεται πηγή.

Έτσι προ αιώνων ευθύς με την ύπαρξη του Πατρός υπήρχε ο Υιός.

-Και πως εξηγείτε το χωρίο των Παροιμιών , ΄λεγει ο φιλόσοφος.

‘‘Κύριος έκτισέ με αρχήν οδών αυτού εις έργα αυτού’’;

-Σαν σμήνος βλαβερών κουνουπιών βομβείτε όλοι οι αιρετικοί τριγύρω από το εδάφιο αυτό και είναι τόσο απλή η εξήγησή

Ορθά είπε ο Χριστός ότι ‘‘εκτίσθη’’, αλλά εννοούσε με βεβαιότητα εκείνη τη στιγμή που έγινε επί της γης άνθρωπος. Πάντοτε υπάρχων ο Κύριος γίνεται κατά τους εσχάτους χρόνους άνθρωπος και όντας Υιός του Θεού γίνεται και Υιός του ανθρώπου. Σαν Υιός του Θεού υπάρχει αιωνίως σαν Υιός του ανθρώπου ενηνθρώπησε μέσα στο χρόνο και είπε το έκτισέ με.

-Και εμείς παραδεχόμαστε ότι ο Χριστός είναι όμοιος με το Θεό, είναι ‘‘αεί’’, είναι ‘‘δύναμις’’, είναι ‘‘είκών ‘’, είναι ‘‘η δόξα του Θεού’’. Παρόμοια όμως και όλοι οι χριστιανοί μπορούν να έχουν τα ίδια τα γνωρίσματα σύμφωνα με τα αγιοργαφικά ρητά,
‘‘ο άνθρωπος είναι εικόνα και δόξα Θεού΄΄,
‘‘διότι πάντοτε ημείς οι ζώντες εν αυτώ ζώμεν και κινούμεθα και εσμέν’’.
‘‘ουδέν ημάς χωρίσει από της αγάπης του Χριστού’’.

Από τα χωρία αυτά συνεπάγεται ότι και εμείς οι άνθρωποι, τα δημιουργήματα του Θεού, έχομε τα ίδια γνωρίσματα με το Χριστό.

-Στις καρδιές των ασεβών υπάρχει δόλος, που μηχανεύεται κακά. Αφού θέλετε να προχωρήσομε και στην εξέταση αυτών των χωρίων.

Πράγματι εμείς οι άνθρωποι φθάνομε στην ομοίωση με το Θεό, μπορούμε να γίνομε εικόνες του και να αποκτήσουμε τη δύναμη του και τη δόξα του και να γίνομε υιοί του Θεού κατά χάρη μιμούμενοι το Χριστό. Όλα αυτά όμως τα αποκτούμε τηρώντας τις εντολές του Θεό με πολύ κόπο και αποκτώντας με βία την αρετή και την αγιότητα.

Ο Χριστός όμως είναι Υιός του Θεού ομοούσιος με τον Πατέρα. Έχει την ίδια ουσία με τον Πατέρα χωρίς καμμία προσπάθεια. Είναι το φως, , η δόξα , η αγιότης, ο Θεός.

Επομένως σε τούτο διαφέρομε εμείς τα κτίσματα από τον Υιό του Θεού. Ότι εμείς σαν κτίσματα και μάλιστα εν αποστασία πρέπει να καταβάλομε πολύ κόπο, για να ομοιάσουμε τον Κτίστη και Δημιουργό, αντίθετα ο Υιός του Θεού , ως Κτίστης και Δημιουργός και Θεός κατά συνέπεια δεν χρειάζεται να ομοιάσει το Θεό , αλλά είναι Θεός.
Εμείς δηλαδή με πολλή προσπάθεια μπορούμε να γίνομε εικόνες του Θεού, ενώ ο Χριστός είναι ο ίδιος η εικών του θεού και ‘‘ομοούσιος τω Πατρί’’. Αυτή η αλήθεια αναιρεί όλες τις φλυαρίες σας ότι είναι ο Χριστός κτίσμα , ποίημα, γεννητός, τερπτός και δεν υπήρχε πριν γεννηθεί.
-Και ποια είναι η ουσία του Θεού;
-Δεν μπορούμε να καταλάβουμε άνθρωποι ότνας γήϊνοι , τι ακριβώς είναι η ουσία του Θεό (μη η δυνατόν καταλάβειν ό,τι ποτέ εστίν η του Θεού ουσία).

Πιστεύομεν όμως ότι υπάρχει Θεός, ‘‘εγώ ειμί ο υπάρχων , εγώ ειμί Κύριος ο Θεός’’. Διαβάζοντας αυτά καταλαβαίνομε ότι αναφέρονται στη νακατάληπτη ουσία του Θεού. Απ’ αυτή την ακατάληπτη ουσία του Πατρός είναι και ο Υιός και Λόγος του Θεό , γι’ αυτό λέμε φως εκ φωτός Θεός αληθινός εκ Θεού αληθινού.

Αυτή η άποψη του ομοουσίου Υιού , του πάντοτε υπάρχοντος μετά του Πατρός και μη έχοντος αρχήν, είναι η άποψη των γραφών και των αγίων Πατέρων , που πέρασε και θα περάσει από γενεά σε γενεά.

Που βασίζεστε εσείς τις βλασφημίες σας εκτός από το διάβολο; Γιατί μόνος αυτός είναι ο πατήρ της αποστασίας σας και αυτός έσπειρε από την αρχή μέσα σας την ασέβεια, ώστε να υβρίζετε το Χριστό σαν κτίσμα και ποίημα και να γκρεμίζετε όλο το λυτρωτικό του έργο.
Διότι αν ο Χριστός δεν είναι Θεός δεν μπορεί να θεώσει τον άνθρωπο. Και το οικοδόμημα της Εκκλησίας δεν έχει κανένα στήριγμα. Έπειτα περιφονείτε όλους αυτούς τους μάρτυρες, που κατακρεουργήθηκαν από τους διώκτες για την αγάπη του Χριστού.

Ο Μέγας Εξόριστος
(Αφηγηματική βιογραφία του Μεγάλου Αθανασίου)
Ιερά Μητρόπολη Βεροίας, Ναούσης και Καμπανίας
Ιερά Μονή Αγίου Αθανασίου
Ημαθία 2004

Ο Άγιος Βασίλειος και ο ύπαρχος Μόδεστος.

Πως σκέφτηκες εσύ ( ανέφερε το όνομα του χωρίς να τον αξιώσει να τον ονομάσει επίσκοπο) και τολμάς να αντιστέκεσαι εναντίον τόσης εξουσίας , μόνος εσύ από όλους φέρεσαι με τόσην αυθάδεια;

-Γιατί η ερώτηση αυτή; απάντησε ο Βασίλειος. Ποια η απείθεια και η υπεροψία μου; διότι ακόμη δεν μπορώ να εννοήσω;

- Διότι δεν ακολουθείς την θρησκεία του βασιλέως, ενώ όλοι πλέον οι άλλοι υποτάχθηκαν και ηττήθηκαν, λέγει ο ύπαρχος.

- Δεν είναι αρεστά αυτά εις τον δικό μου βασιλιά , απήντησε ο Βασίλειος. Ούτε ενέχομαι να προσκυνώ κάποιο κτίσμα , εφ’ όσον είμαι του Θεού κτίσμα και έχω εντολή, ότι θα είμαι θεός.

- Αλλά εμάς πως μας θεωρείς; Δεν είμαστε τίποτε εμείς που διατάζουμε αυτά; Πως λοιπόν; Δεν θεωρείς μέγα και τιμητικό το να ταχθείς με το μέρος μας και να μας έχεις φίλους και συντρόφους;

-Αναγνωρίζω και δεν αρνούμαι, απάντησε ο Βασίλειος ότι εσείς είστε ύπαρχοι και επιφανείς , ουδόλως όμως ανώτεροι του Θεού. Και θεωρώ σπουδαία μεν τη φιλία σας (πως όχι; πλάσματα Θεού είστε και εσείς), αλλά θεωρώ σπουδαία τη φιλία και των άλλων Χριστιανών, που είναι ταγμένοι υπό την εξουσία σας. Διότι δεν είναι επίσημος ο Χριστιανισμός από την αξία των προσώπων που ανήκουν σ’ αυτόν, αλλά από την Πίστη.

-Πως λοιπόν δεν φοβάσαι την εξουσία ;

-Τι θα μου συμβεί; Τι πρόκειται να πάθω; απάντησε ο Βασίλειος

- Τι θα πάθεις; Ένα από τα πολλά που είναι στην την εξουσία μου.

-Ποια είναι αυτά; Πες μου

-Δήμευση , εξορία, βάσανα, θάνατος.

-Απείλησε με κάτι άλλο, αν υπάρχει. Διότι κανένα από αυτά που ανέφερες δεν μπορεί να με θίξει και να με βλάψει, απάντησε με θάρρος ο Βασίλειος

-Πως είναι δυνατόν και με ποιο τρόπο θα το κατορθώσεις αυτό; ρώτησε ο ύπαρχος

-Διότι, απάντησε ο Βασίλειος, δήμευση περιουσία δεν μπορεί να υποστεί εκείνος που δεν έχει τίποτα, εκτός αν πάρεις τα τρίχινα και φτωχά ενδύματα και τα λίγα βιβλία , από τα οποία αποτελείται ολόκληρη η περιουσία μου. Εξορία δεν γνωρίζω, εφ’ όσον δεν είμαι πουθενά εγκατεστημένος , και ούτε αυτή την πόλη που κατοικώ τώρα θεωρώ δική μου, αλλά θα έχω ως πατρίδα μου κάθε τόπο, στον οποίο θα με ρίξουν. Μάλλον όμως κάθε τόπο τον θεωρώ τόπο του Θεού, στον οποίο εγώ είμαι ξένος και πάροικος. Τα βάσανα όμως τίποτα δεν μπορούν να κάνουν στον άνθρωπο που δεν έχει σώμα, εκτός αν λες βάσανο την πρώτη πληγή , με την οποία θα πέσει αυτό το σώμα. Μόνο της πληγής αυτής είσαι κύριος. Ο θάνατος όμως θα είναι για μένα ευεργεσία. Διότι θα με στείλει ταχύτερα στο Θεό, με τον οποίο ζω και πολιτεύομαι και για χάρη του οποίου νεκρώθηκα κατά το πλείστον και προς τον οποίο από πολλά χρόνια σπεύδω να φτάσω.

-Κανείς , είπε μέχρι σήμερα δεν μίλησε με τέτοιο τρόπο και με τόσο θάρρος σε μένα ( και πρόσθεσε το όνομά του.

-Ίσως δεν συνάντησες ποτέ επίσκοπο απάντησε ο Βασίλειος. Διότι αν συναντούσες πραγματικό επίσκοπο, ο οποίος αγωνίζεται για την πραγματική Πίστη, με αυτόν τον τρόπο θα σου απαντούσε. Και πρόσθεσε με θάρρος. :Εμείς , ύπαρχε, σε όλα τα άλλα ζητήματα είμαστε επιεικείς και ταπεινότεροι από κάθε άλλον άνθρωπο, διότι τέτοια εντολή έχουμε από τον Κύριο. Και όχι μόνο σε τόση μεγάλη εξουσία, όπως η δική σου, αλλά ούτε και στον τυχόντα άνθρωπο σηκώνουμε τα μάτια. Αλλά όπου πρόκειται περί Θεού και τίθεται σε κίνδυνο η Πίστη μας σε αυτόν, όλα τα περιφρονούμε και σε Αυτόν αποβλέπουμε. Φωτιά και ξίφος και θηρία και νύχια που κόβουν τις σάρκες, αυτά για μας είναι μάλλον ευχαρίστηση παρά εκφοβισμός και κατάπληξη. Γι’ αυτό βρίζε και φοβέριζε και κάνε ότι θέλεις και χρησιμοποίησε την εξουσία σου. Ας ακούσει την απάντηση αυτή ο βασιλιάς. Εμένα , πάρε το απόφαση , δεν θα με υποτάξεις ούτε θα με πείσεις να ταχθώ με το μέρος της αιρετικής ασέβειας, έστω και αν απειλήσεις ακόμη με τρομερότερο τρόπο.

Ιωάννης ο Θεολόγος και Κύνωψ ο μάγος

Ευρίσκετο στην Πάτμο κάποιος μάγος που ονομαζόταν Κύνωψ, που κατοικούσε σ’ έρημο τόπο από αρκετά χρόνια μαζί με τα ακάθαρτα Δαιμόνια. Αυτόν τον μάγον όλοι όσοι κατοικούσαν στο νησί τον θεωρούσαν θεό, για τις φαντασίες και ενέργειες των Δαιμόνων που εγίνοντο απ’ αυτόν. Οι δε ιερείς του ψεύτικου θεού Απόλλωνος καθώς είδαν τον Ιωάννη που εδίδασκε με πολλή παρρησία την πίστη στον Χριστό, έτρεξαν στον Κύνωπα και τον παρακέλεσαν γονατιστοί να κινηθή κατά του Ιωάννου , επειδή αυτός ερήμωσε σχεδόν τον ναόν του Απόλλωνος και απεμάκρυνε όλους από τον σεβασμό και την Λατρεία των θεών.

Ο Κύμωψ λοιπόν όταν άκουσε αυτά υπερηφανεύθη και έκρινε ανάξιο της υπολήψεως του το να πάει στη χώρα. Αφ’ ενός μεν διό τι για διάστημα πολλών χρόνων βρισκόταν στην έρημο κλεισμένος. Αφ’ έτέρου δε επειδή αυτοί που βρισκόταν στην χώρα της Πάτμου αυτοί πήγαιναν σ’ αυτόν και όχι αυτός προς εκείνους. Γι’ αυτό υποσχέθηκε στους ιερείς ότι αυτός θα στείλει ένα πονηρόν Άγγελον στο σπίτι του Μύρωνος που πίστεψε, για να πάρει την ψυχή του Ιωάννου που έμενε εκεί και να την παραδώσει σε καταδίκη αιώνια.

Έστειλε λοιπόν ο Κύνωψ ένα άρχοντα των πονηρών Δαιμόνων προς τον Ιωάννη, όπως υποσχέθηκε. Ο Δαίμονας δε αφού πήγε στο σπίτι του Μύρωνος, στάθηκε στο μέρος εκείνο όπου ήταν ο Ιωάννης.


Μόλις όμως τον γνώρισε ο θείος Απόστολος του λέγει:
- Σου παραγγέλνω στο όνομα του Ιησού Χριστού να μη βγέις από τον τόπο που στέκεσαι εώς ότου μου φανερώσεις για ποια αιτία ήλθες σε μένα.

Και αμέσως με το λόγο του αποστόλου στάθηκε το δαιμόνιο δεμένο και απήντησε ως εξής πιεζόμενο από τη θεία δύναμι:
Οι ιερέις του Απόλλωνος ήλθαν στον Κύνωπα και είπαν πολλά εναντίων σου και τον παρακάλεσαν να έλθη εδώ στη χώρα και να σε θανατώσει. Ο Κύνωψ όμως δεν καταδέχτηκε λέγοντας. Είναι πολλά χρόνια που δεν βγήκα από τον τόπο αυτό και τώρα για έναν άνθρωπο μικρό και ασήμαντο να αφήσω την αγαπητή μου ερημιά και ζωή; Γυρίστε όμως πίσω και αύριο θα στείλω έναν άγγελον πονηρόν για να πάρει την ψυχή του Ιωάννου και να τη φέρει σε μένα και να την παραδόσω σε κρίσιν .

Και ο Ιωάννης του είπε: -Εστάλης ποτέ από τον Κύνωπα για να πάρεις ψυχή ανθρώπου και την πήγες σ’ αυτόν;
- Με έστειλε και θανάτωσα μεν άνθρωπο, αλλά ψυχή ανθρώπου ποτέ δεν παρέδωσα σε κόλασιν, αποκρίθηκε ο δαίμονας.
-Για ποιόν λόγο υπακούετε στον Κύνωπα; ρώτησε ο Ιωάννης.

-Όλη η δύμαμη του σατανά κατοικεί μέσα σ’ αυτόν. Και έχει συμφωνία αυτός μεν να είναι πάντα μαζί μας εμείς δε πάντα μαζί του. Και ο Κύνωψ ακούει εμάς τους δαίμονες, εμείς δε οι δαίμονες ακούμε τον Κύνωπα.

-Άκουσε πνεύμα πονηρό. Σε διατάζει ο Ιωάννης, ο Απόστολος του Υιού του Θεού, άλλη φορά να μην ενοχλήσεις άνθρωπο, ούτε να γυρίσεις στον τόπο σου. Αλλά να φύγεις έξω από αυτό το νησί και να περιπλανάσαι εδώ και κει.

Και αμέσως το πνεύμα έφυγε μακριά από το νησί.

Βλέποντας λοιπόν ο Κύνωψ ότι δεν επέστρεψες σ’αυτόν το πρώτο δαιμόνιο έστειλε και δεύτερο. Αλλά επειδή και αυτό έπαθε τα ίδια έστειλε ακόμη και άλλα δύο δαιμόνια από τα αρχοντικά , για να μπει το ένα στο σπίτι που έμενε ο Ιωάννης και το άλλο να σταθεί έξω και να ιδή αυτά που γίνοται και να γυρίσει να τα φανερώσει στο Κύνωνα. Επειδή λοιπόν πήγε το ένα δαιμόνιο και διόχθηκε από το νησί όπως διώχθηκαν και τα δύο πρώτα, εκείνο το δαιμόνιο που στεκόταν έξω γύρισε και φανέρωσε στον Κύνωπα αυτά που έγιναν. Οργίστηκε λοιπόν ο Κύνωψ και πήρε μαζί του όλα τα πλήθη των δαιμόνων και πήγε στο χώρα. Ηχολόγησε όλη ο χώρα και ταράχθηκε μόλις είδε τον Κύνωπα και όλοι τον προσκυνούσαν. Πρόφθασε δε τον Ιωάννη ο Κύνωψ, την ώρα που δίδασκε τον λαό, και κυριεύθηκε από θυμό πολύ και είπε στο λαό.

-Άνθρωποι ανόητοι και τυφλοί ακούστε. Αν είναι δίκαιος ο Ιωάννης και όσα λέγει αν είναι αλήθεια θα θεραπεύσει και σας και εμένα. Αν μπορεί να κάνει εκείνο που θα πω σ’ αυτόν τότε και εγώ θα πιστεύω σε όλα όσα λέγει

Αφού κράτησε λοιπόν ο Κύνωψ ένα νέον που ήταν εκεί του λέγει:
-Νέε, ζεί ο πατέρας σου;
-Ναυάγησε και πνίγηκε στον βυθό της θαλάσσης, απεκρίθηκε ο νέος.
Τότε λέγει ο Κύνωψ στον Ιωάννη:
-Να , δείξε πράγματι αν είναι αληθινά τα λόγια σου, και αφού ανεβάσεις από το βυθό της θαλάσσης τον πατέρα του νέου αυτού φέρε τον μπροστά σ’ όλους μας ζωντνό και υγιή.

Δεν με έστειλε ο Χριστός για να ανασταίνω νεκρούς, , αλλά για να διδάσκω τους πλανεμένους ανθρώπους.

Είπε λοιπόν ο Κύνωψ προς τον λαό.
-Τώρα λοιπόν να καταλάβετε και να πεισθήτε ότι αυτός είναι πλάνος και σας ξεγελά με μαγικές τέχνες. Κρατήστε τον λοιπόν μέχρι που να φέρω εγώ από την θάλασσα τον πατέρα του νέου και να τον παρουσιάσω ζωντανό.

Αφού κρατήθηκε ο Ιωάννη , άπλωσε τα χέρια του ο Κύνωψ και τα κτύπησε. Έγινε λοιπόν στην παραλία μεγάλος κρότος, ώστε όλοι φοβήθηκαν. Τότε ο Κύνωψ εξαφανίστηκε από τα μάτια όλα των ανθρώπων. Αμέσως όμως φώναξαν δυνατά και είπαν : «Μεγάλος είσαι Κύνωψ και εκτός από σένα δεν υπάρχει άλλος». Ξαφνικά λοιπόν βγήκε από την θάλασσα ο Κύνωψ έχοντας μαζί του ένα Δαίμονα που φαινόταν να μοιάζει στο πρόσωπο οου πνιγμένου πατέρα του νέου, και όλοι εθαύμασαν. Έπειτα λέγει προς τον νέον:

-Αυτός είναι ο πατέρας σου;

-Ναι, κύριε, απήντησε ο νέος.

Και έτσι όλοι προσκύνησαν τον Κύνωπα και ήθελαν να θανατώσουν τον Ιωάννη. Ο Κύνωψ όμως δεν άφησε να τον θανατώσουν λέγοντας: «Όταν δείτε μεγαλύτερα θαύματα απ’ αυτά τότε να τιμωρηθεί όπως του αξίζει».
Αφού κάλεσε λοιπόν πάλι άλλον άνθρωπο του είπε:
-Έχεις υιόν;

-Ναι , κύριε, είχα και κάποιος τον εφθόνησε και τον θανάτωσε, απεκρίθη εκείνος.

-Θα αναστηθεί ι υιός σου, του είπε ο Κύνοψ.

Και αμέσως κάλεσε με το όνομά και τον φονιά και τον φονευθέντα. Πράγματι και οι δυο μαζί παρουσιάστηκαν μπροστά . είπε λοιπόν ο Κύριος στον άνθρωπο:

-Αυτός είναι ο υιός σου; Και αυτός είναι εκείνος που τον εφόνευσε;


-Ναι , Κύριε, απεκρίθη ο άνθρωπο.

Τότε καυχόμενος ο Κύνωψ είπε στον Ιωάννη.

-Τι θαυμάζεις , Ιωάννη;

-Εγώ δεν θαυμάζω καθόλου γι’ αυτό.

-Όταν δείς μεγαλύτερα θαύματα απ’αυτά τότε θα θαυμάσεις είπε πάλι ο Κύνωψ.

-Τα θαύματά σου γρήγορα θα διαλύθούν, απήντησε ο Ιωάννης.

Όταν άκουσε αυτόν τον λίγο ο όχλος αμέσως όρμησε και άρχισε να κτυπά άγρια τον Ιωάννη και ολίγο έλειψε να τον αφήσει νεκρό. Επειδή όμως νόμισε ο Κύνωψ ότι πέθανε ο Ιωάννης είπε προς τον λαό. Αφήστε τον άταφο για να τον φάγουν τα όρνια. Μόλις πληροφορήθηκαν λοιπό όλοι ότι πέθανε ο Ιωάννης , έφυγαν απ’ εκεί με χαρά και επαίνους για τον Κύνωπα.

Ύστερα απ’ αυτά , όταν άκουσε ο Κύνωψ ότι ο Ιωάννης ζει και διδάσκει τον λαό σ’ ένα τόπο που ονομάζεται Λίθου Βολή, κάλεσε τον Δαίμονα εκείνον που χρησιμοποίησε για τις νεκρομαντείες. Αφού πήγε λοιπόν στον Ιωάννη του είπε:

-Εγω επειδή ήθελα να σου προξενήσω περισσότερη ντροπή και καταδίκη γι’ αυτό ως τώρα σε άφησα να ζείς. Αλλά έλα τώρα να πάμε στον γιαλό κι εκεί θα δεί την δύναμί μου και θα ντροπιαστείς. Τον ακολούθησαν όμως και οι τρεις δαίμονες εκείνοι που νομίσθηκαν ότι αναστήθηκαν εκ νεκρών.

Αφού λοιπόν κτύπησε τα χέρια του κι έκανε κρότο, έγινε άφαντος από τα μάτια των ανθρώπων αφού βυθίστηκε ξαφνικά στον βυθό της θάλασσα. Οι όχλοι πάλι φώναζαν : «Είσαι μεγάλος Κύνωψ, και δεν υπάρχει άλλος όπως εσύ». Ο Ιωάννης λοιπόν διέταξε τους δαίμονες , που στεκόταν μαζί με τον Κύνωπα σε σχήμα ανθρώπων , να μην κινηθούν απ’ την θέση τους. Και αμέσως προσευχήθηκε στον Θεό να μην φανεί πλέον ζωντανός ο Κύνωψ.


Όταν λοιπόν βυθίστηκε ο Κύνωψ έγινε μεγάλος θόρυβος στη θάλασσα. Το νερό όμως της Θάλασσα στράφηκε στο μέρος που βυθίστηκε ο Κύνωψ και δεν μπόρεσε πλέον ο άθλιος να βγεί από την θάλασσα. Οι Δαίμονες όμως που ήταν μέτο σχήμα των ανθρώπων που αναστήθηκαν διώχθηκαν απ’ τον Ιωάννη εν τω ονόματι του Ιησού Χριστού μακριά από την Πάτμο και έγινα άφαντοι.

Επειδή λοιπόν ο λαός στάθηκε τρία ημερόνυχτα περιμένοντας να βγεί ο Κύνωψ απ’ την θάλασσα, από την νηστεία και τις φωνές που έβγαζαν και από τη ζέστη του ήλιου ξαπλώθηκαν στη γη άφωνοι οι περισσότεροι απ’ αυτούς ώστε και τρία παιδία πέθαναν. Εξ αιτίας αυτού τους λυπήθηκε ο μέγας Ιωάννης όλους αυτούς και τα μεν παιδιά που πέθαναν τα ανέστησε , τους δε παραλυμένους ανθρώπους τους δυνάμωσε. Και αφού είπε σ’ αυτούς πολλά για την πίστη, τους έπεισε όλους να πιστέψουν στον Χριστό και να βαπτιστούν, αφού ο άθλιος Κύνωψ καταποντίστηκε πια στη θάλασσα , όπως παλιά ο Φαραώ.

Από το βιβλιαράκι : Άγιος ο Ιωάννης ο Θεολόγος
Έκδοσις Ορθοδοξου Ιδρύματος ο Απόστολος Βαρνάβας».

Άγιος Νικήτας, πολιούχος Σερρών

Γράφει ο μοναχός Μωυσής, αγιορείτης

Το απόγευμα της Μεγάλης Δευτέρας του 1808, στις 30 Μαρτίου, πήγε στην πόλη των Σερρών, για πρώτη φορά, ο άγιος Νικήτας από το Άγιον Όρος.

Το βράδυ του Μεγάλου Σαββάτου, ξημερώνοντας Πάσχα, μαρτύρησε για το Χριστό από τους Τούρκους. Από τότε κατέστη πολιούχος των Σερρών, προστάτης και φύλακας άγγελος. Η μνήμη του κάθε χρόνο εορτάζεται πανηγυρικά στον νεόδμητο και περικαλλή ναό των Σρρών, που ολοκληρώθηκε πρόσφατα, κάθε Κυριακή του Θωμά.
Νέος ακολούθησε τον μοναχικό βίο κι εκάρη μοναχός στη σκήτη της Αγίας Αννης του Αγίου Όρους. Κατόπιν μετέβη και παρέμεινε στην ιερά μονή Αγίου Παντελεήμονος, όπου και χειροτονήθηκε διάκονος και ιερεύς. Η μεγάλη του αγάπη για το Χριστό τον έκανε να φλέγεται από τον πόθο του μαρτυρίου. Μ’ ευχές Γερόντων αναχωρεί από το παμφίλτατο Περιβόλι της Παναγιάς για την πόλη των Σερρών.
Κατευθύνθηκε στη μονή Ηλιοκάλεως, για να παρακολουθήσει την ακολουθία του Νυμφίου. Την ίδια νύχτα εξομολογήθηκε στον εκεί ιερομόναχο Κωνσταντίνο. Το πρωί, κατά την Προηγιασμένη Θεία Λειτουργία μετάλαβε των αχράντων μυστηρίων. Κηρύττοντας στους μουσουλμάνους για την αληθινότητα της Ορθόδοξης πίστης, τον συνέλαβαν και τον φυλάκισαν. Όταν τον κάλεσαν να δικαστεί, τον θεώρησαν παράφρονα, παρά τις σοφές απαντήσεις που έδινε, και απορούσαν πολύ για το θάρρος και την τόλμη. Απτόητα, άφοβα και αδείλιαστα μιλούσε για τον Χριστό και παρακινούσε τους Τούρκους να πιστέψουν σε αυτόν. Αποτέλεσμα της επιμονής του ήταν να βασανιστεί για την πίστη του σκληρά και απάνθρωπα. Τελικά διετάχθη να τον κρεμάσουν. Κατά την παράδοση τόπος του μαρτυρίου του είναι ο χώρος που σήμερα είναι κτισμένος ο μητροπολιτικός ναός των Ταξιαρχών, στο κέντρο της πόλεως των Σερρών.
Το σώμα του ένδοξου ιερομάρτυρα έμεινε κρεμασμένο επί τρεις ημέρες, δίχως να πάθει καμία αλλοίωση. Το βράδυ της Τρίτης της Διακαινησίμου επετράπη στους χριστιανούς να θάψουν το μαρτυρικό σώμα του. Τα σημεία της θείας χάριτος ήταν έκδηλα επάνω του, που έκαναν πολλούς να συγκινηθούν και να θαυμάσουν.
Κατά τον ασχοληθέντα με τους νεομάρτυρες Ι.Μ. Περαντώνη: “Η εις Χριστόν πίστις, ίτις ετηρήθη εις τα ψυχάς των χριστιανών, μετά την πτώσιν των τειχών της Βασιλευούσης, σταθερά, ασφαλής και βεβαία, εξεδηλούτο και κατά τις δυσχερείς ταύτας του Έθνους περιστάσεις… ανέτελλεν εν τω σκότει της δουλείας, ως νέον φωτεινόν μετέωρον, το νέφος των Νεομαρτύρων”. Έτσι και ο ιερομάρτυρας Νικήτας. Περιφρόνησε το θάνατο, έμεινε απτόητος, γενναίος και θαρρετός μέχρι τέλους, δίχως να θελήσει να αρνηθεί την πατρώα πίστη. Το μαρτύριό του ενδυνάμωσε την πίστη και άλλων χριστιανών.
Ο σεβασμιότατος μητροπολίτης Σερρών και Νιγρίτης κ. Θεολόγος αφιέρωσε το τρέχον έτος στη μνήμη του αγίου Νικήτα με σειρά πνευματικών εκδηλώσεων, με τη συμπλήρωση διακοσίων ετών από του μαρτυρίου του. Οι μνήμες και οι εορτές αυτές σ’ εποχές ρηχές και φυγόπονες έχουν πολλά να πουν. Θα μπορούσε άνετα ο Νικήτας να παραμείνει στο Άγιον Όρος αγωνιζόμενος και ν’ αποφύγει το μαρτύριο. Η απόφασή του να μαρτυρήσει φαίνεται σήμερα αρκετά παράξενη, παράτολμη και όχι απαραίτητη. Η θερμή πίστη οδηγεί σε μία θεία τρέλα, σε μία υπέρλογη και ανεξήγητη κατάσταση. Σήμερα να διατηρήσει κανείς ειλικρίνεια και τιμιότητα είναι ένα μικρό μαρτύριο. Αυτοί οι κρυφοί μάρτυρες των ημερών μας θα έχουν εκτός από την ήρεμη συνείδηση και πλούσια ευλογία.

Μαι 11, 2008

www.makthes.gr
Related Posts Plugin for WordPress, Blogger...